λύμαθ'

λύμαθ'
λύ̱ματα , λῦμα
water used in washing
neut nom/voc/acc pl
λύ̱ματι , λῦμα
water used in washing
neut dat sg
λύ̱ματε , λῦμα
water used in washing
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”